αγριοφωνάρα

αγριοφωνάρα
η дикий вопль, дикий крик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αγριοφωνάρα" в других словарях:

  • αγριοφωνάρα — η άγρια και δυνατή φωνή: Έβγαλε μια αγριοφωνάρα και τα παιδιά βουβάθηκαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγριοφωνάρα — η άγρια φωνή, δυνατή ή θυμωμένη κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. τού ουσ. αγριοφωνή] …   Dictionary of Greek

  • αγρι(ο)- — [άγριος] θέμα τού επιθέτου άγριος. Χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό για να δηλώσει: 1. αυτόν που ζει στους αγρούς σε άγρια κατάσταση, αυτόν που δεν εξημερώθηκε, τον ατίθασο (αγριόγατα, αγριοδάμαλο, αγριοκάτσικο) 2. αυτόν που δεν καλλιεργείται… …   Dictionary of Greek

  • αγριοφωνή — η η αγριοφωνάρα* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»